-
1 δια-σημαίνω
δια-σημαίνω, deutlich bezeichnen, angeben; ἀτρεκέως διασημῆναι Her. 5, 86; ὅ, τι ποιήσοι οὐ διεσήμανε Xen. An. 2, 1, 23; ταῖς σάλπιγξι τὸν καιρὸν τῆς ἐπιβολῆς Pol. 10, 12, 4; Folgde; τῇ χειρί Plut. Tib. Gr. 18; τινὶ ἀτραπόν Luc. Necyom. 10. Bei Hippocr. intr., sich zeigen. – Med., für sich bezeichnen, an Kennzeichen unterscheiden, Arist. H. A. 5, 17; Strab. XVII p. 792; billigen, loben, D. Sic. 19, 15.
-
2 ἐπι-σημαίνω
ἐπι-σημαίνω, 1) darüber ein Zeichen machen, bezeichnen, wie γράμματα ἐπισεσημασμένα, mit darüberstehenden Punkten bezeichnet, Aen. Tact. 31; übh. bezeichnen, κἀπισημανϑήσεται κείνου κεκλῆσϑαι λαός Eur. Ion 1593; von der Gottheit, eine Vorbedeutung geben, durch ein Anzeichen ihren Willen zu erkennen geben, ὁ ϑεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι Xen. Hell. 4, 7, 2; Plut. Num. 22 Demetr. 12; D. Sic. 19, 103. Auch in der Bdtg des med. loben, Pol. 9, 9. – Med. sich Etwas bezeichnen, mit einem Zeichen versehen, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. Gorg. 526 b; Phil. 25 a; sich vorzeichnen, Legg. V, 744 a; übh. bemerklich machen, andeuten, III, 681 b; Sp., τῷ μειδιάματι ἐπισημηνάμενος τῆς γλώσσης τὴν διαμαρτίαν Luc. pro laps. 1; τὰς εὐϑύνας, sie untersiegeln, zum Zeichen, daß man sie für richtig anerkennt, Dem. 18, 250; durch ein Zeichen seinen Beifall zu erkennen geben, loben, καὶ ϑορυβεῖν Isocr. 12, 2; ἐπισημαινόμενον τὸν δῆμον καὶ δεδεγμένον τοὺς παρ' ἐμοῦ λόγους Aesch. 2, 49; πάντων τὸ ῥηϑὲν ἐπισημηναμένων Pol. 3, 111, 3, öfter, wie a. Sp., κρότῳ μεγάλῳ τὸ γεγονός D. Sic. 17, 106; δώροις τινά, Einen durch Geschenke auszeichnen, belohnen, Pol. 6, 39, 6; seltener durch Tadel auszeichnen, tadeln, App. B. C. 5, 15; D. Sic. 13, 27. – 2) intr., sich bemerklich machen, sich zeigen, bes. von Witterungs- u. Krankheitsvorzeichen, eintreten, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις τοῦ λοιμοῦ ἐπεσήμαινε Thuc. 2, 50; Hippocr.; öfter bei Arist., τὰ περὶ τοὺς μαστούς, τὰ ἐπιμήνια u. ä., gener. anim. 1, 19. 20 H. A. 7, 3; σεισμὸς ἐφ' ἓν καὶ ἐπὶ δύο ἔτη ἐπισημαίνει κατὰ τοὺς αὐτοὺς τόπους Meteorl. 2, 8; τῷ Ῥώμῳ ἐπισημαίνουσι γῦπες ἕξ D. H. 1, 86. 87.
-
3 ρυθμός
ο1) ритм; ритмичность, размеренность; 2) стройность; симметрия; 3) темп;η άνοδος τού ρυθμού της παραγωγής — рост темпов производства;
ρυθμοί ανάπτυξης темпы роста;4) стиль (зданий, мебели, посуды и т. п.); ордер (архит.); 5) муз. такт;σημαίνω τον ρυθμό — отбивать такт;
βηματίζω με ρυθμό — шагать в такт;
παίζω στον ρυθμό — играть в такт;
6) размер (стиха) -
4 διασημαινω
1) указывать, показывать(ἀτραπόν τινι Luc.)
οὐκ ἔχω τοῦτο διασημῆναι ἀτρεκέως Her. — этого я не могу определить с достоверностью;ὅ τι ποιήσοι οὐ διεσήμηνε Xen. — он не указал, что (именно) собирается сделать2) обозначать, отмечать(οἱ τὰ δίκτυα διασημαίνοντες φελλοί Plut.; δ. τοὺς τὸν ὄλεθρον περιποιοῦντας τόπους Diod.; med. τοὺς τόπους τοιούτοις σημείοις Arst.)
3) давать знак(ταῖς σάλπιγξι τὸν καιρὸν τῆς προσβολῆς Polyb.; τῇ χειρί Plut.)
4) med. высказывать одобрение, встречать аплодисментами -
5 προσσημαινω
сверх того обозначать, соозначатьτὸ «βεβάδικεν» προσσημαίνει τὸν παρεληλυθότα χρόνον Arst. слово «βεβάδικεν» соозначает (помимо своего предметного содержания) и прошедшее время Arst.
См. также в других словарях:
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
λεβάδα — η (Μ λεβάδα) 1. αναχώρηση πλοίου, απόπλους 2. φρ. α) «κάνω λεβάδα» αποπλέω β) «παίζω λεβάδα» σημαίνω τον απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levata] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
προσσημαίνω — Α δηλώνω, σημαίνω κάτι ακόμη («τὸ δὲ βαδίζει ἤ βεβάδικεν προσσημαίνει τὸ μὲν τὸν παρόντα χρόνον τὸ δὲ τὸν παρεληλυθότα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
βαρώ — εσα, βαρεμένος 1. χτυπώ κάποιον δυνατά, τον δέρνω: Μη βαράς το παιδί! 2. πυροβολώ και πληγώνω κάποιον ή τον σκοτώνω: Βάρεσε δύο πάπιες στο κυνήγι. 3. σημαίνω, ηχώ: Βάρεσε συναγερμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… … Dictionary of Greek