Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σημαίνω τον

См. также в других словарях:

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • λεβάδα — η (Μ λεβάδα) 1. αναχώρηση πλοίου, απόπλους 2. φρ. α) «κάνω λεβάδα» αποπλέω β) «παίζω λεβάδα» σημαίνω τον απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levata] …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • προσσημαίνω — Α δηλώνω, σημαίνω κάτι ακόμη («τὸ δὲ βαδίζει ἤ βεβάδικεν προσσημαίνει τὸ μὲν τὸν παρόντα χρόνον τὸ δὲ τὸν παρεληλυθότα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — εσα, βαρεμένος 1. χτυπώ κάποιον δυνατά, τον δέρνω: Μη βαράς το παιδί! 2. πυροβολώ και πληγώνω κάποιον ή τον σκοτώνω: Βάρεσε δύο πάπιες στο κυνήγι. 3. σημαίνω, ηχώ: Βάρεσε συναγερμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»